- συναρπαγή
- συναρπαγήrobberyfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναρπαγή — η, ΝΜΑ [συναρπάζω] 1. αρπαγή από κοινού με κάποιον άλλο («ἐκτὸς συναρπαγῆς καὶ κλοπῆς», πάπ.) 2. μτφ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συναρπάζω, άσκηση μεγάλης γοητείας πάνω σε κάποιον νεοελλ. φρ. «σύνθετο εκ συναρπαγής» γλωσσ. σύνθετη λέξη που… … Dictionary of Greek
συναρπαγῇ — συναρπάζω snatch and carry away with aor subj pass 3rd sg συναρπαγή robbery fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρπαγῆς — συναρπαγή robbery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρπαγήν — συναρπαγή robbery fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασυνάρπαστος — ἀσυνάρπαστος, ον (AM) εκείνος που δεν κινδυνεύει από «συναρπαγή», που δεν παραπλανάται … Dictionary of Greek
ԽԱՓ — (խափի.) NBH 1 0935 Chronological Sequence: Early classical, 14c գ. (լծ. ընդ թ. գափմա, գափաթամգ. գափանճա. որպէս եւ լտ. գա՛փթօ եւն.). Յաշտակութիւն. հաղբ, եւ խարք. συναρπαγή rapina, direptio. *Զի ոչ ընդ խափս ինչ էին յանդգնութիւնք նոցա. Ոսկ. ես.:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ξυναρπαγῆς — συναρπαγῆς , συναρπαγή robbery fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρπαγῇς — συναρπάζω snatch and carry away with aor subj pass 2nd sg συναρπαγή robbery fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)